Παρμενίδειος

Παρμενίδειος
Παρμενίδειος
of Parmenides
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρμενίδειος — α, ο / παρμενίδειος, ον, ΝΑ [Παρμενίδης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Παρμενίδη, θεμελιωτή τής ελεατικής φιλοσοφίας 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Παρμενίδεια τα συγγράμματα τού Παρμενίδη …   Dictionary of Greek

  • Παρμενιδείων — Παρμενίδειος of Parmenides fem gen pl Παρμενίδειος of Parmenides masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρμενίδειον — Παρμενίδειος of Parmenides masc acc sg Παρμενίδειος of Parmenides neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρμενιδείοις — Παρμενίδειος of Parmenides masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρμενιδείου — Παρμενίδειος of Parmenides masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρμενιδείῳ — Παρμενίδειος of Parmenides masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρμενίδεια — Παρμενίδειος of Parmenides neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”